μάντης

μάντης
ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, -εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. -ιος, Μ θηλ. και μάντισσα)
1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.)
2. αυτός που προαισθάνεται, που προαναγγέλλει κάποιο γεγονός («πρὶν ἰδεῑν δ' οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων», Σοφ.)
3. το θηλ. η μάντις
γένος δικτυόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μαντιδών, κν. αλογάκι τής Παναγίας
νεοελλ.
1. αυτός που με την κρίση και ορθολογική σκέψη και συμπερασματικά μπορεί να προβλέψει αυτά που πρόκειται να συμβούν
αρχ.
1. αυτός που μπορούσε να εξαγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη θέληση τών θεών από ιερά σφάγια θυσίας, από οιωνούς ή άλλα σημεία («μάντεσι τ' οἰωνοῑς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Θέογν.)
2. ως επίθ. μαντικός, προφητικός («τοῡδε μάντεως χοροῡ» (Σοφ.)
3. το θηλ. είδος κράμβης, λάχανου («μάντιν κέκληκε τὴν κράμβην ἱερὰν οὖσαν», Αθήν.)
4. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τοῑς κήποις βάτραχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *- τής ΙΕ ρίζας *men- «σκέφτομαι» (πρβλ. μαίνομαι, ἐμάνην
η φρ. «ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται» δηλώνει ότι ο μάντης διακατέχεται από θεϊκό πνεύμα). Η σύνδεση τής λ. με το αρχ. ινδ. muni- «μάντις», παρά τη σημασιολογική συνάφεια, προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Εκείνο ωστόσο που παρουσιάζει ενδιαφέρον στη λ. μάντις είναι το επίθημα -τι- σε ένα αρσ. όν., το οποίο δεν μπορεί να συνδυαστεί με το όν. μάρπτις «άρπαγας» ή με το πόρτις «μόσχος, δάμαλις» (που δεν δηλώνει τον δράστη ενέργειας) κ.λπ. Η άποψη ότι εμφανίζεται στο μάντις το επίθημα -τις
τών θηλ. ονομάτων σε -τις / -σις δεν φαίνεται πειστική. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μάντις προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδέτερο *μάντι (πρβλ. μαντιπόλος), τού οποίου το -ι- είναι προϊόν παρέκτασης τού αρχικού θέματος μεν-. Το σημαντικό πάντως είναι ότι η λ. μάντις συνδέεται με το θ. τού ρήματος μαίνομαι και δεν έχει καμιά άμεση σχέση με το θ. σε -ti- τού λατινικού mens, -ntis «νους».
ΠΑΡ. μαντείο, μαντεύω, μαντικός, μαντοσύνη
αρχ.
μαντείος, μαντώδης
αρχ.-μσν.
μαντώος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαντιάρχης, μαντιπόλος
μσν.
μαντολόγος, μαντομάγος. (Β' συνθετικό) αρχ. αερόμαντις, αλευρόμαντις, αληθόμαντις, αλφιτόμαντις, άμαντις, αριστόμαντις, αρχαιόμαντις, αστραγαλόμαντις, αστρόμαντις, αψευδόμαντις, γεώμαντις, γυρόμαντις, εγγαστρίμαντις, ενυπνιόμαντις, θεόμαντις, θεσπιόμαντις, θουριόμαντις, θυμόμαντις, ιατρόμαντις, ιερόμαντις, ιχθυόμαντις, κακόμαντις, καπνόμαντις, κλυτόμαντις, κοσκινόμαντις, κριθόμαντις, λεκανόμαντις, λιβανόμαντις, μουσόμαντις, νεκρόμαντις, νεκυόμαντις, νυκτόμαντις, οιωνόμαντις, ονειρόμαντις, ορθόμαντις, ορνεόμαντις, ορνιθόμαντις, πρόμαντις, πρωτόμαντις, πυθόμαντις, πυρόμαντις, σεμνόμαντις, στερνόμαντις, στρατόμαντις, σφονδυλόμαντις, τυρόμαντις, υδρόμαντις, υετόμαντις, υστερόμαντις, φαρμακόμαντις, φενακόμαντις, φιλόμαντις, χειρόμαντις, ψευδόμαντις, ψυχόμαντις, ωρόμαντις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάντης — ο θηλ. ισσα αυτός που προφητεύει τα μελλούμενα: Μια μάντισσα είχε προβλέψει τη συμφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάντης — μάντις diviner masc nom/voc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φινεύς — Μάντης και μυθικός βασιλιάς της Σαλμηδυσσού της Θράκης. Ήταν γιος του Aγήνορα, ή του γιου του Αγήνορα Φοίνικα, ή του ίδιου του Ποσειδώνα, και ο Ζευς τον τύφλωσε επειδή, χρησιμοποιώντας τη μαντική δύναμη που του έδωσε ο Απόλλων, αποκάλυπτε τις… …   Dictionary of Greek

  • Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… …   Dictionary of Greek

  • λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • μαντομάγος — μαντομάγος, ὁ (Μ) μάντης και μάγος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντης + μάγος] …   Dictionary of Greek

  • μόψος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός μάντης (Λαπίθης), γενναίος πολεμιστής και επιδέξιος κυνηγός, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης της Θεσσαλίας Μοψίου. Ήταν γιος της νύμφης Χλωρίδας και του Άμπυκα. Πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία, στο κυνήγι του …   Dictionary of Greek

  • Αγκαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης ή της Ευρυνόμης από την Τεγέα. Ο Α. φημιζόταν ως ένας από τους δυνατότερους (μετά τον Ηρακλή) ήρωες της Αρκαδίας. Ήταν πατέρας του Αγαπήνορα, ενός από τους μνηστήρες της Ελένης… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”